- αυχμηρός
- -ή, -ό (AM αὐχμηρός, -ά, -όν) [αυχμός]1. ξερός, άνυδρος2. (για ύφος) αυστηρός, στεγνόςμσν.1. (για ζώο) αυτό που ζει σε άνυδρη χώρα2. (για τον ήλιο) σκοτεινός, σε έκλειψη·1| αρχ. (για τα μαλλιά) ρυπαρός, βρόμικος.
Dictionary of Greek. 2013.